γωνιώδεις

γωνιώδεις
γωνιώδης
angular
masc/fem acc pl
γωνιώδης
angular
masc/fem nom/voc pl (attic epic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • ζιγκ-ζαγκ — και ζικ ζακ επίρρ. 1. με γωνιώδεις ελιγμούς (φρ. «ο δρόμος πάει ζιγκ ζαγκ») 2. (με άρθρο ως ουσ.) το ζιγκ ζαγκ η κίνηση κατά γωνιώδεις ελιγμούς. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. zig zag «οχυρωματικό χαντάκι γύρω από τα τείχη σε… …   Dictionary of Greek

  • απήγανος — Πολυετές φυτό με αποξυλωμένη βάση και όψη μικρού θάμνου. Ανήκει στην οικογένεια των ρουτιδών που περιλαμβάνει είδη κυρίως των θερμών περιοχών, ξυλώδη και με έντονο άρωμα. Αυτοφυής σε ξηρούς πετρώδεις τόπους της μεσογειακής ζώνης, ο α. έχει φύλλα… …   Dictionary of Greek

  • αραβόσιτος — Φυτό γνωστό και ως καλαμπόκι. Ανήκει στην οικογένεια των αγρωστωδών (μονοκοτυλήδονα), αμερικανικής προέλευσης, ευρύτατα διαδεδομένο σε ολόκληρο τον κόσμο ως φυτό μεγάλης καλλιέργειας. Ο κάλαμός του έχει ύψος πάνω από 2,5 μ., είναι μάλλον χοντρός… …   Dictionary of Greek

  • αρκουδόβατος — Αναρριχώμενο φυτό της ελληνικής χλωρίδας· ανήκει στην οικογένεια των λιλιιδών και απαντάται σε δάση, θαμνότοπους, φράκτες, αλλά και σε πάρκα. Έχει λεπτούς, γωνιώδεις βλαστούς με αγκάθια. Τα φύλλα είναι επαλλάσσοντα, ωοειδή ή βελοειδή, μυτερά,… …   Dictionary of Greek

  • δίκοχος — η, ο 1. αυτός που έχει δύο γωνιώδεις προεξοχές 2. επίσημο καπέλο τών διπλωματών, τρικαντό 3. το ουδ. ως ουσ. το δίκοχο στρατιωτικό πηλήκιο χωρίς γείσο, με δύο μυτερές άκρες μπρος και πίσω. [ΕΤΥΜΟΛ. < δι (< δις) + κόχη*. Το ουδ. δίκοχο με τη …   Dictionary of Greek

  • λυκίσκος — Κοινή ονομασία των δικοτυλήδονων φυτών του είδους Humulus lupulus, της οικογένειας των κανναβινιδών. Είναι πολυετής αναρριχώμενη πόα με κληματώδεις, γωνιώδεις βλαστούς, που ανανεώνονται κάθε χρόνο και φτάνουν σε μήκος τα 5 10 μ. Έχει καρδιοειδή… …   Dictionary of Greek

  • πατάτα — (σολανό το κονδυλόρριζο). Ποώδες φυτό της οικογένειας των σολανιδών (δικοτυλήδονα), που κατάγεται από το Περού, τη Βολιβία και το Μεξικό. Εισήχθη στην Ευρώπη κατά το δεύτερο μισό του 16ου αι. ως σπάνιο φυτό για μελέτη, και μόνο το 1663, εξαιτίας… …   Dictionary of Greek

  • χορός — Διαδοχικές κινήσεις του σώματος για σκοπούς αποκλειστικά καλλιτεχνικούς ή τελετουργικούς ή παιχνιδιού, με προκαθορισμένη τάξη και σύμφωνα με ένα ρυθμό, που δίνεται γενικά από τη μουσική. Ο χ. είναι από τα αρχαιότερα εκφραστικά μέσα, ίσως δεύτερο… …   Dictionary of Greek

  • ψαμμίτης — Πέτρωμα που αποτελείται κατά κύριο λόγο από κόκκους άμμου μεγέθους 0,02 έως 2 χιλιοστά, από τη διαγένεση της οποίας προκύπτουν οι ψ. Η άμμος μπορεί να προέρχεται από ρέοντα, θαλάσσια ή λιμναία ύδατα, ή ακόμα από τη δράση του ανέμου. Η φύση του… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”